Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

«Άκυρο το Μνημόνιο με βάση τη Συνθήκη της Λισαβόνας»


Η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» (στο εξής «Σύμβαση») μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών της περιλαμβάνει συγκεκριμένες διατάξεις, οι οποίες πάσχουν από απόλυτη ακυρότητα, κατά το Ενωσιακό Ευρωπαϊκό Δίκαιο, και δημιουργούν πολιτικές παρενέργειες ως προς την ουσία τους, όπως γράφει ο κ.Πέτρος Μηλιαράκης* σε άρθρο του στα Επίκαιρα(9/6/11).

Αρχικώς, παρατηρείται ότι στο «Προοίμιο» της Σύμβασης (βλ. άρθρο 6) έχει τεθεί ο όρος συνάρτησής της με το «Μνημόνιο Συνεννόησης» (στο εξής «Μνημόνιο»), το οποίο «μπορεί κατά διαστήματα να τροποποιηθεί / ή και να συμπληρωθεί» – όπως επιχειρείται προσφάτως.

Επίσης, η Σύμβαση περιλαμβάνει και ιδιαίτερο κεφάλαιο (βλ. άρθρο 14) ως προς το εφαρμοστέο Δίκαιο και τη δικαιοδοσία. Δυνάμει του άρθρου αυτού, η «οποιαδήποτε διένεξη» τίθεται στη δικαιοδοτική κρίση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), ενώ κάθε εξωσυμβατική υποχρέωση διέπεται και ερμηνεύεται σε εφαρμογή του «Αγγλικού Δικαίου».

Περαιτέρω, η Ελλάδα, αμετακλήτως και άνευ όρων, παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει αναφορικώς με την ίδια ή τα περιουσιακά της στοιχεία, όπως παραιτείται και από τα ένδικα μέσα που δικαιούται. Επίσης, γίνεται ρητή αναφορά στις διατάξεις τηςπαρ. 9 του άρθρου 126 ΣΛΕΕ και του άρθρου 136 ΣΛΕΕ. Τα δε άρθρα αυτά συλλειτουργούν για το συντονισμό και την εποπτεία της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ωστόσο, όμως, ως κανόνες Δικαίου, δεν εφαρμόστηκαν από τα Θεσμικά Όργανα – όπως αποδεικνύεται παρακάτω.

Δεν λειτούργησαν οι Θεσμοί –Οι ευθύνες των Οργάνων της Ένωσης

Από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 126 ΣΛΕΕ, που επικαλείται η Σύμβαση και που αφορούν στο Μνημόνιο, προκύπτουν τα εξής: 1) Τα κράτη-μέλη έχουν υποχρέωση να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα, ενώ η Επιτροπή έχει τη ρητή υποχρέωση και ευθύνη: α) να παρακολουθεί την εξέλιξη της δημοσιονομικής κατάστασης και το ύψος του δημοσίου χρέους τους, β) να εντοπίζει τις μεγάλες αποκλίσεις, γ) να προβαίνει σε σχετικές εκθέσεις και δ) να ενημερώνει το Συμβούλιο.2) Το Συμβούλιο, επίσης, έχει ρητή υποχρέωση και ευθύνη να αποφασίζει για το υπερβολικό έλλειμμα.3) Οι Συνθήκες, κατά τρόπο προδήλως βέβαιον, δεν επιτρέπουν να ανακύψει αιφνιδίως υπερβολικό έλλειμμα.

Άλλωστε, το Συμβούλιο «χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση» παρεμβαίνει στις παρεκκλίσεις της δημοσιονομικής πολιτικής. Αξιο σημείωτο είναι, δε, ότι αρχικώς οι παρεμβάσεις – συστάσεις είναι μυστικές. Το Συμβούλιο, όμως, όταν διαπιστώσει την έλλειψη αποτελεσματικής δράσης, προβαίνει σε «δημόσια ανακοίνωση».

Περαιτέρω:4) Το Συμβούλιο έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες και ιδιαίτερες ευθύνες, προτού το παρεκτρεπόμενο κράτος-μέλος «εκτεθεί στις αγορές». Έτσι, σε περίπτωση δημοσιονομικής παρεκτροπής, το Συμβούλιο, κυρίως και καταρχάς:α)Υποχρεώνει το παρεκτρεπόμενο κράτος να μην «εκδώσει ομολογίες και χρεόγραφα», προτού προβεί σε δημόσια ενημέρωση των στοιχείων της δημοσιονομικής του κατάστασης. (Εάν, παρά ταύτα, εκδοθούν οι «σχετικοί τίτλοι» και οι αγορές ανταποκριθούν, αυτό θα λάβει χώρα με αποκλειστική ευθύνη των αγορών.)

β)Καθορίζει το εύρος και τα ακριβή στοιχεία που απαιτούνται ως πρόσθετες δημόσιες πληροφορίες, πριν από την «έκδοση ομολογιών και χρεογράφων».

γ)Προσκαλεί την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να αναθεωρήσει την πολιτική του δανεισμού της έναντι του εν λόγω κράτους.

δ)Επιβάλλει ακόμη και πρόστιμα εύλογου ύψους ή απαιτεί ακόμη και άτοκες καταθέσεις. (Ενταύθα επισημειώνεται ο όρος «ατόκως»!)

ε)Στερεί, υπό προϋποθέσεις, ακόμη και το δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο. (Έσχατο μέτρο!)Κατ’ ουσίαν, δηλαδή, το Συμβούλιο, με ευθύνη του, θέτει στο παρεκτρεπόμενο κράτος-μέλος προϋποθέσεις, προτού αυτό εκτεθεί σε δημόσιο δανεισμό. Τα «πρόσθετα» δε «στοιχεία» που απαιτούνται προφανώς δεν αφορούν στα όσα (μόνο) η οικεία (Εθνική) Στατιστική Υπηρεσία παρέχει.

Οι προαναφερόμενες πρόνοιες των πρωτογενών Συνθηκών δεν αφορούν μόνο στη Συνθήκη της Λισαβόνας. Το άρθρο 126 ΣΛΕΕ είναι το αυτό με το προϊσχύσαν άρθρο 104 ΣυνθΕΚ. Αναφερόμαστε, δηλαδή, σε πάγιες πολιτικές αλλά και σε διαχρονικέςευθύνες που έχει εγκαθιδρύσει το πρωτογενές Κοινοτικό και ήδη Ενωσιακό Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

Με βάση τα προεκτεθέντα, αναντίρρητο είναι ότι αφενός μεν δεν λειτούργησαν οι Θεσμοί και αφετέρου ότι τα αρμόδια Όργανα της Κοινότητας –και ήδη Ένωσης– δεν πολιτεύτηκαν στο πλαίσιο της Αρχής της Νομιμότητας.

Συνεπώς, η συνευθύνη τους για το υπερβολικό έλλειμμα του ελληνικού κράτους είναι αυταπόδεικτη. Τούτο, βεβαίως, δεν απαλλάσσει διαχρονικώς τις εσωτερικές Αρχές και τα αρμόδια Όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας από τις ευθύνες που τους αναλογούν.

Οι ακυρότητες της Σύμβασης

Για τις ακυρότητες της Σύμβασης που επιδρούν και στο Μνημόνιο (στο εκάστοτε τροποποιημένο ή συμπληρωμένο Μνημόνιο) αξιοσημείωτα είναι (και) τα παρακάτω: 1) Σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης (που αφορά στο εφαρμοστέο Δίκαιο και στη δικαιοδοσία), συνομολογείται η αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Ωστόσο, η παρ. 9 του άρθρου 126 ΣΛΕΕ, που ρητώς επικαλείται η Σύμβαση, αφορά σε διάταξη που δεν υπάγεται στη δικαιοδοτική κρίση του ΔΕΕ!… Είναι απολύτως σαφής η διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 126 ΣΛΕΕ περί αυτού. Τη διάταξη, δε, αυτή δεν μπορεί να την τροποποιήσει ούτε να την αναθεωρήσει η Σύμβαση ή το όποιο Μνημόνιο! (Τούτο υπόψη των συναδέλφων μου νομικών του Λονδίνου, που «επεξεργάστηκαν» τη Σύμβαση και το Μνημόνιο).

2) Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 19 ΣΕΕ, το ΔΕΕ εξασφαλίζει την τήρηση του Δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών και όχι, ασφαλώς, την τήρηση και την ερμηνεία του «Αγγλικού Δικαίου». Άλλωστε, το ΔΕΕ δεν έχει γενική αρμοδιότητα να εκδικάζει κάθε διαφορά που δημιουργείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου. (βλ. παρ. 2 του άρθρου 13 ΣΕΕ και άρθρο 274 ΣΛΕΕ).

Συγκεκριμένα, το άρθρο 14 της Σύμβασης «επιδιώκει» εφαρμογή Δικαίου που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του ΔΕΕ. Στο αυτό, όμως, άρθρο η Ελλάδα παραιτείται από τις σχετικές ασυλίες και τα ένδικα μέσα. Τέτοιες, όμως, παραιτήσεις δεν επάγονται έννομα αποτελέσματα, λόγω προσφυγής σε μη εφαρμοστέο Δίκαιο και λόγω έλλειψης αρμοδίου δικαιοδοτικού Οργάνου.

Συνεπώς, και κατά τούτο, οι συνομολογήσεις του άρθρου αυτού πάσχουν από απόλυτη ακυρότητα. (Για να αντιληφθεί ο μη νομικός αναγνώστης το ζήτημα, αρκεί ένα παράδειγμα έστω και ακραίο: Με την αυτή «νομική λογική» θα μπορούσε να είχε οριστεί εφαρμοστέο Δίκαιο ο «Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος» και δικαιοδοτικό Όργανο η «Διαρκής Ιερά Σύνοδος»!…)

Η επαναδιαπραγμάτευση

Συνομολόγηση δανειακής σύμβασης μεταξύ της Ελλάδας και (κυρίως) της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς σεβασμό στις αξιώ σεις και στις πρόνοιες των Συνθηκών που ρητώς απαιτούν «πλήρη απασχόληση», «κοινωνική πρόοδο», «καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού», «κοινωνική δικαιοσύνη», «οικονομική και κοινωνική συνοχή», «αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών», καθώς και «σεβασμό και ισότητα μεταξύ των κρατών-μελών» (βλ. άρθρο 3 ΣΕΕ και παρ. 2 και 3 του άρθρου 4 ΣΕΕ).

Οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να «ξεπεραστούν», πολλώ δε μάλλον όταν η παρ. 1 του άρθρου 3 ΣΕΕ επιτάσσει «την ευημερία των Λαών της Ένωσης»! Δεν μπορούν, δε, να «ξεπεραστούν» παρά μόνο εάν ρητώς καταργηθούν με νέες Συνθήκες, ώστε να ισχύει ως μόνη διάταξη η «οικονομία της αγοράς»!

Ως τότε, όμως, οι προαναφερόμενες διατάξεις είναι σεβαστές. Υπερισχύουν, μάλιστα, ακόμη και αντίθετων, αυστηρών διατάξεων των εσωτερικών νομοθεσιών των κρατών-μελών.

Με τούτα τα δεδομένα, επιβάλλεται η επαναδιαπραγμάτευση γενικώς των όρων του δανεισμού.

Στη δε διαδικασία αυτή θα πρέπει: α) να υπομνηστούν στους εταίρους και δανειστές μας οι προαναφερόμενες ακυρότητες και οι προαναφερόμενες πρόνοιες των άρθρων 3 και 4 ΣΕΕ,

β) να καταστεί σαφής η ευθύνη των εταίρων και δανειστών μας, μελών του Συμβουλίου και του Eurogroup,

γ) να αναληφθούν από την Επιτροπή οι ευθύνες που της αναλογούν,

δ) να απαγγελθεί ακυρότητα του άρθρου 14 της Σύμβασης ως προς την παραίτηση της Ελλάδας από τις ασυλίες και τα ένδικα μέσα και

ε) να υπάρξει ρύθμιση – επιμήκυνση του χρέους με σεβασμό στο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού με τα ηπιότερα μέσα και μέτρα, σε εφαρμογή τηςπαρ. 4 του άρθρου 5 της ΣΕΕ (Αρχή της Αναλογικότητας).

Αποδεκτές λύσεις στο πλαίσιο της εφαρμογής της Αρχής της Αναλογικότητας θα μπορούσαν να είναι: α) ο έλεγχος που αφορά σε τυχόν επαχθές χρέος, λόγω υπερπολλαπλάσιας απόδοσης κεφαλαίου εξαιτίας υπερβολικού τοκισμού, και β) η «ήπια αναδιάταξη» του χρέους (reprofiling) – τούτο δεν συνεπάγεται «πιστωτικό γεγονός». Βεβαίως, η προοπτική αναδιάταξης του χρέους εξακολουθεί να βρίσκει αντίθετη την ΕΚΤ. Ωστόσο, οι ευρωτραπεζίτες θα πρέπει να αποδεχτούν το ενδεχόμενο επιμήκυνσης – εθελοντικής διακράτησης των ελληνικών ομολόγων, τουλάχιστον για την προσεχή πενταετία.

Η πρόσφατη υποβάθμιση της χώρας μας από τη Moody’s στην κατηγορία «Caa1» κατατάσσει την Ελλάδα στην ίδια πιστοληπτική αξιολόγηση και στο επίπεδο που βρισκόταν η Αργεντινή το 2001 – πέντε μήνες πριν κηρύξει στάση πληρωμών! «Στο τραπέζι», λοιπόν, των διαπραγματεύσεων όλα τα ενδεχόμενα.

Καιρός είναι πολιτικές ηγεσίες, εταίροι δανειστές και πολίτες της Ένωσης να τεθούν ενώπιον των ευθυνών τους – πριν να είναι πολύ αργά για όλους!…



*
Ο κύριος Πέτρος Μηλιαράκης, ως νομικός της πράξης στο επίπεδο του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας-Ένωσης, δικηγορεί στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και CFI), ενώ χειρίζεται και προσφυγές ενώπιον της Επιτροπής (Commission). Στο επίπεδο της εσωτερικής έννομης τάξης δικηγορεί ενώπιον των Ανωτάτων Ακυρωτικών Δικαστηρίων (ΑΕΔ, ΣτΕ και ΕλΣ) με κύριο αντικείμενο τις υποθέσεις Συνταγματικού Δικαίου, Διοικητικού Δικαίου και Δημοσιονομικού Δικαίου.